ItalianoGreco


sbalordìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zbalorˈdito]

1 αποσβολωμένος
2 έκθαμβος
3 εκστατικός
4 άναυδος
5 κατάπληκτος
6 απόπληκτος
7 άλαλος
8 άφωνος
9 ενεός
10 συγκλονισμένος
11 κεραυνόπληκτος
12 εμβρόντητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---