Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbalordìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zbalorˈdito] 1 αποσβολωμένος 2 έκθαμβος 3 εκστατικός 4 άναυδος 5 κατάπληκτος 6 απόπληκτος 7 άλαλος 8 άφωνος 9 ενεός 10 συγκλονισμένος 11 κεραυνόπληκτος 12 εμβρόντητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |