Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbancàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈkare]

1 χρεοκοπώ
2 καταστρέφομαι
3 πτωχεύω

sbancàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈkare]

1 εξορύσσω
2 εκσκάπτω
3 εκχωματώνω
4 διορύσσω

sbancarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈkarsi]

1 καταστρέφομαι
2 πτωχεύω
3 χρεοκοπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbancamento sbandamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbalzatore (ουσ αρσ )
sbalzellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbalzelloni (επίρ.)
sbalzo (ουσ αρσ )
sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)
sbandare (ρ. μτβ.)
sbandarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbandata (θηλ.ουσ)
sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---