Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbaraccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbarakˈkare]

τα μαζεύω και φεύγω

sbaraccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbarakˈkare]

1 διώχνω κάποιον
2 πετώ κάτι
3 ξεφορτώνομαι κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbandometro sbaragliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )
sbarazzare (ρ. μτβ.)
sbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarazzina (θηλ.ουσ)
sbarazzino (ουσ αρσ )
sbarazzino (επίθ.)
sbarbare (ρ. μτβ.)
sbarbarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarbatello (ουσ αρσ )
sbarbato (επίθ.)
sbarbatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---