Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbandòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdɔmetro]

κλισιόμετρο σκάφους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbandierata sbaraccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )
sbarazzare (ρ. μτβ.)
sbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarazzina (θηλ.ουσ)
sbarazzino (ουσ αρσ )
sbarazzino (επίθ.)
sbarbare (ρ. μτβ.)
sbarbarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarbatello (ουσ αρσ )
sbarbato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---