Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarazzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsare]

1 απαλλάσσω
2 καθαρίζω
3 γλιτώνω
4 ξεφορτώνομαι
5 ελευθερώνω

sbarazzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsarsi]

ξεφορτώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbaraglio sbarazzina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )
sbarazzare (ρ. μτβ.)
sbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarazzina (θηλ.ουσ)
sbarazzino (ουσ αρσ )
sbarazzino (επίθ.)
sbarbare (ρ. μτβ.)
sbarbarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarbatello (ουσ αρσ )
sbarbato (επίθ.)
sbarbatrice (θηλ.ουσ)
sbarbatura (θηλ.ουσ)
sbarbettatura (θηλ.ουσ)
sbarbicare (ρ. μτβ.)
sbarcare (ρ.αμτβ.)
sbarcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---