Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarbatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbarbaˈtura]

ξύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbarbatrice sbarbettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbarbare (ρ. μτβ.)
sbarbarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarbatello (ουσ αρσ )
sbarbato (επίθ.)
sbarbatrice (θηλ.ουσ)
sbarbatura (θηλ.ουσ)
sbarbettatura (θηλ.ουσ)
sbarbicare (ρ. μτβ.)
sbarcare (ρ.αμτβ.)
sbarcare (ρ. μτβ.)
sbarcatoio (ουσ αρσ )
sbarco (ουσ αρσ )
sbardare (ρ. μτβ.)
sbarello (ουσ αρσ )
sbarra (θηλ.ουσ)
sbarramento (ουσ αρσ )
sbarrare (ρ. μτβ.)
sbarrato (επίθ.)
sbarretta (θηλ.ουσ)
sbarrista (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---