Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbarraˈmento]

1 μπλοκάρισμα
2 φράγμα
3 ρυθμιστικό φράγμα ποταμού
4 εμπόδιση
5 εμπόδιο
6 φράγμα πυρός πυροβολικού
7 ανταλλαγή σταυρωτή αγαθών
8 οδόφραγμα
9 αμπάρωμα
10 φραγμός
11 έμφραξη
12 κώλυμα
13 τεχνητό φράγμα
14 μπλόκο
15 απόφραξη
16 υδροφράκτης
17 φράχτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbarra sbarrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbarcatoio (ουσ αρσ )
sbarco (ουσ αρσ )
sbardare (ρ. μτβ.)
sbarello (ουσ αρσ )
sbarra (θηλ.ουσ)
sbarramento (ουσ αρσ )
sbarrare (ρ. μτβ.)
sbarrato (επίθ.)
sbarretta (θηλ.ουσ)
sbarrista (ουσ αρσ )
sbarrista (θηλ.ουσ)
sbassamento (ουσ αρσ )
sbassare (ρ. μτβ.)
sbastire (ρ. μτβ.)
sbatacchiamento (ουσ αρσ )
sbatacchiare (ρ. μτβ.)
sbatacchiata (θηλ.ουσ)
sbatacchio (ουσ αρσ )
sbattere (ρ.αμτβ.)
sbattere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---