Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbarˈrato]

1 εμποδισμένος
2 ραβδωτός
3 μπλοκαρισμένος
4 διαγραμμισμένος
5 διάπλατα ανοικτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbarrare sbarretta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbardare (ρ. μτβ.)
sbarello (ουσ αρσ )
sbarra (θηλ.ουσ)
sbarramento (ουσ αρσ )
sbarrare (ρ. μτβ.)
sbarrato (επίθ.)
sbarretta (θηλ.ουσ)
sbarrista (ουσ αρσ )
sbarrista (θηλ.ουσ)
sbassamento (ουσ αρσ )
sbassare (ρ. μτβ.)
sbastire (ρ. μτβ.)
sbatacchiamento (ουσ αρσ )
sbatacchiare (ρ. μτβ.)
sbatacchiata (θηλ.ουσ)
sbatacchio (ουσ αρσ )
sbattere (ρ.αμτβ.)
sbattere (ρ. μτβ.)
sbattersi (ρ.μ. (αντων.))
sbattezzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---