ItalianoGreco


sbarràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbarˈrato]

1 εμποδισμένος
2 ραβδωτός
3 μπλοκαρισμένος
4 διαγραμμισμένος
5 διάπλατα ανοικτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---