Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbatàcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈtakkjo]

1 δοκάρι πλαὶνών ορυχείου
2 πάσσαλος επιφανειακού ορυχείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbatacchiata sbattere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbassare (ρ. μτβ.)
sbastire (ρ. μτβ.)
sbatacchiamento (ουσ αρσ )
sbatacchiare (ρ. μτβ.)
sbatacchiata (θηλ.ουσ)
sbatacchio (ουσ αρσ )
sbattere (ρ.αμτβ.)
sbattere (ρ. μτβ.)
sbattersi (ρ.μ. (αντων.))
sbattezzare (ρ. μτβ.)
sbattezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbattighiaccio (ουσ αρσ )
sbattimento (ουσ αρσ )
sbattitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbattiuova (ουσ αρσ και θηλ.)
sbattuta (θηλ.ουσ)
sbattuto (επίθ.)
sbavagliare (ρ. μτβ.)
sbavamento (ουσ αρσ )
sbavare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---