Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbatàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbaˈtakkjo] 1 δοκάρι πλαὶνών ορυχείου 2 πάσσαλος επιφανειακού ορυχείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |