Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbatacchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbatakkjaˈmento] 1 πέταγμα 2 χτύπημα 3 φτερούγισμα 4 τίναγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |