Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbattùta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbatˈtuta]

1 ρίψη
2 κτύπημα
3 δόνηση
4 τίναγμα
5 ξετίναγμα
6 πέσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbattiuova sbattuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbattezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbattighiaccio (ουσ αρσ )
sbattimento (ουσ αρσ )
sbattitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbattiuova (ουσ αρσ και θηλ.)
sbattuta (θηλ.ουσ)
sbattuto (επίθ.)
sbavagliare (ρ. μτβ.)
sbavamento (ουσ αρσ )
sbavare (ρ.αμτβ.)
sbavare (ρ. μτβ.)
sbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbavatore (ουσ αρσ )
sbavatrice (θηλ.ουσ)
sbavatura (θηλ.ουσ)
sbeccare (ρ. μτβ.)
sbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciare (ρ. μτβ.)
sbeccucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---