Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbeccucciàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbekkutˈʧato] σπασμένος στην άκρη (αγωγός ή στάμνα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |