Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbeccucciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbekkutˈʧato]

σπασμένος στην άκρη (αγωγός ή στάμνα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbeccucciarsi sbeffeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbavatura (θηλ.ουσ)
sbeccare (ρ. μτβ.)
sbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciare (ρ. μτβ.)
sbeccucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciato (επίθ.)
sbeffeggiare (ρ. μτβ.)
sbellicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbendare (ρ. μτβ.)
sberciare (ρ.αμτβ.)
sberla (θηλ.ουσ)
sberleffo (ουσ αρσ )
sberrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbertucciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbertucciato (επίθ.)
sbevazzare (ρ.αμτβ.)
sbevazzatore (ουσ αρσ )
sbiadire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---