Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sberlèffo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zberˈlɛffo]

1 μορφασμός
2 σαρκασμός
3 γκριμάτσα
4 καγχασμός
5 γιουχάισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sberla sberrettarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbeffeggiare (ρ. μτβ.)
sbellicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbendare (ρ. μτβ.)
sberciare (ρ.αμτβ.)
sberla (θηλ.ουσ)
sberleffo (ουσ αρσ )
sberrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbertucciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbertucciato (επίθ.)
sbevazzare (ρ.αμτβ.)
sbevazzatore (ουσ αρσ )
sbiadire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)
sbianca (θηλ.ουσ)
sbiancante (ουσ αρσ )
sbiancante (επίθ.)
sbiancare (ρ.αμτβ.)
sbiancare (ρ. μτβ.)
sbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---