Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsberlèffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zberˈlɛffo] 1 μορφασμός 2 σαρκασμός 3 γκριμάτσα 4 καγχασμός 5 γιουχάισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |