Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbevazzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbevattsaˈtore]

1 μεθύστακας
2 κρασοπατέρας
3 μπεκρούλιακας
4 μπεκρής
5 μέθυσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbevazzare sbiadire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sberleffo (ουσ αρσ )
sberrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbertucciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbertucciato (επίθ.)
sbevazzare (ρ.αμτβ.)
sbevazzatore (ουσ αρσ )
sbiadire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)
sbianca (θηλ.ουσ)
sbiancante (ουσ αρσ )
sbiancante (επίθ.)
sbiancare (ρ.αμτβ.)
sbiancare (ρ. μτβ.)
sbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiancato (επίθ.)
sbianchire (ρ.αμτβ.)
sbianchire (ρ. μτβ.)
sbicchierare (ρ.αμτβ.)
sbicchierata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---