Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbiancàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbjanˈkato] 1 ξασπρισμένος 2 ασπρισμένος 3 λευκός 4 ωχρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |