ItalianoGreco


sbigottìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbigotˈtire]

1 δειλιάζω
2 μένω άναυδος
3 πανικοβάλλομαι
4 αναστατώνομαι
5 αποσβολώνομαι

sbigottìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbigotˈtire]

1 τρομοκρατώ
2 πανικοβάλλω
3 αποσβολώνω
4 καταπλήσσω
5 γεμίζω με κατάπληξη
6 εμπνέω φρίκη
7 αναστατώνω

sbigottirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbigotˈtirsi]

1 μένω άναυδος
2 αναστατώνομαι
3 δειλιάζω
4 πανικοβάλλομαι
5 αποσβολώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---