Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbilanciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbilanˈʧare]

ανατρέπομαι

sbilanciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbilanˈʧare]

1 προκαλώ οικονομικές δυσκολίες
2 βάζω σε μπελάδες
3 σκοτίζω
4 ανατρέπω
5 προκαλώ απώλεια ισορροπίας
6 βγάζω εκτός ισορροπίας

sbilanciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbilanˈʧarsi]

1 υπερβάλλω
2 επιφορτίζομαι σε δράση
3 χάνω την ισορροπία
4 κατασπαταλώ
5 μεγαλοποιώ
6 ανατρέπομαι
7 δεσμεύομαι
8 συμβιβάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbilanciamento sbilancio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbigottire (ρ.αμτβ.)
sbigottire (ρ. μτβ.)
sbigottirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbigottito (επίθ.)
sbilanciamento (ουσ αρσ )
sbilanciare (ρ.αμτβ.)
sbilanciare (ρ. μτβ.)
sbilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbilancio (ουσ αρσ )
sbilenco (επίθ.)
sbirciare (ρ. μτβ.)
sbirciata (θηλ.ουσ)
sbirraglia (θηλ.ουσ)
sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---