Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbirciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbirˈʧata]

1 ανάβλεμμα
2 βλέμμα
3 θώρι
4 ματιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbirciare sbirraglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbilanciare (ρ. μτβ.)
sbilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbilancio (ουσ αρσ )
sbilenco (επίθ.)
sbirciare (ρ. μτβ.)
sbirciata (θηλ.ουσ)
sbirraglia (θηλ.ουσ)
sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)
sboccataggine (θηλ.ουσ)
sboccatezza (θηλ.ουσ)
sboccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---