Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbloccàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zblokˈkare] 1 ξεπαγώνω (τιμές ή ελέγχους) 2 απελευθερώνω από τα οδοφράγματα 3 αίρω την πολιορκία 4 αίρω τον αποκλεισμό 5 ξεμπλοκάρω 6 αίρω τους περιορισμούς 7 απελευθερώνω την αγορά 8 ελευθερώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |