Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbloccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zblokˈkare]

1 ξεπαγώνω (τιμές ή ελέγχους)
2 απελευθερώνω από τα οδοφράγματα
3 αίρω την πολιορκία
4 αίρω τον αποκλεισμό
5 ξεμπλοκάρω
6 αίρω τους περιορισμούς
7 απελευθερώνω την αγορά
8 ελευθερώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbloccamento sblocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)
sboccataggine (θηλ.ουσ)
sboccatezza (θηλ.ουσ)
sboccato (επίθ.)
sbocciare (ρ.αμτβ.)
sbocciare (ρ. μτβ.)
sboccio (ουσ αρσ )
sbocco (ουσ αρσ )
sbocconcellare (ρ. μτβ.)
sbocconcellato (επίθ.)
sbocconcellatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---