Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbocciàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zbotˈʧare] ανοίγω sbocciàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zbotˈʧare] χτυπώ την μπίλια του αντιπάλου (σε παιχνίδι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |