Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sborniàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zborˈnjato]

1 μεθυσμένος
2 πιωμένος
3 σκνίπα στο μεθύσι
4 οινοβαρής
5 στουπί στο μεθύσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sborniarsi sbornione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbollentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbollire (ρ.αμτβ.)
sbolognare (ρ. μτβ.)
sbornia (θηλ.ουσ)
sborniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sborniato (επίθ.)
sbornione (ουσ αρσ )
sborsare (ρ. μτβ.)
sborso (ουσ αρσ )
sboscamento (ουσ αρσ )
sboscare (ρ. μτβ.)
sbottare (ρ.αμτβ.)
sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---