Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbórso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzborso] 1 ξεπαράδιασμα 2 κατανάλωση 3 δαπάνη 4 πληρωμή 5 καταβολή 6 έξοδο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |