Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbornióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zborˈnjone]

1 μπεκρόμουτρο
2 μπεκροκανάτα
3 μπεκρής
4 μέθυσος
5 μπεκρούλιακας
6 οινόφλυξ
7 πιοτής
8 πότης
9 μεθοκόπος
10 μπέκρας
11 μεθύστακας
12 μπέκρος
13 κρασοπατέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sborniato sborsare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbollire (ρ.αμτβ.)
sbolognare (ρ. μτβ.)
sbornia (θηλ.ουσ)
sborniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sborniato (επίθ.)
sbornione (ουσ αρσ )
sborsare (ρ. μτβ.)
sborso (ουσ αρσ )
sboscamento (ουσ αρσ )
sboscare (ρ. μτβ.)
sbottare (ρ.αμτβ.)
sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---