Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sborsàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zborˈsare]

πληρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbornione sborso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbolognare (ρ. μτβ.)
sbornia (θηλ.ουσ)
sborniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sborniato (επίθ.)
sbornione (ουσ αρσ )
sborsare (ρ. μτβ.)
sborso (ουσ αρσ )
sboscamento (ουσ αρσ )
sboscare (ρ. μτβ.)
sbottare (ρ.αμτβ.)
sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)
sbozzimatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---