Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsboscaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zboskaˈmento] 1 απερήμωση 2 αποψίλωση δάσους 3 εκδάσωση 4 απογύμνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |