Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtsare]

1 κάνω γενική ή χοντρική περιγραφή
2 περιγράφω
3 κάνω το περίγραμμα
4 σκιτσάρω
5 λαξεύω το περίγραμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbottonatura sbozzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbottare (ρ.αμτβ.)
sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)
sbozzimatrice (θηλ.ουσ)
sbozzino (ουσ αρσ )
sbozzo (ουσ αρσ )
sbozzolare (ρ.αμτβ.)
sbozzolare (ρ. μτβ.)
sbozzolatura (θηλ.ουσ)
sbracalato (επίθ.)
sbracare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbracato (επίθ.)
sbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---