Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbozzàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtsato]

1 λίγο επεξεργασμένος
2 επεξεργασμένος βιαστικά ή χοντρικά
3 σχηματισμένος με λίγες πινελιές
4 λαξευμένος χοντρικά
5 χοντρικά σχηματισμένος
6 αδρά επεξεργασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbozzare sbozzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbottata (θηλ.ουσ)
sbottonare (ρ. μτβ.)
sbottonarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbottonatura (θηλ.ουσ)
sbozzare (ρ. μτβ.)
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)
sbozzimatrice (θηλ.ουσ)
sbozzino (ουσ αρσ )
sbozzo (ουσ αρσ )
sbozzolare (ρ.αμτβ.)
sbozzolare (ρ. μτβ.)
sbozzolatura (θηλ.ουσ)
sbracalato (επίθ.)
sbracare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbracato (επίθ.)
sbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbracciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---