sbozzàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtsato]
1 λίγο επεξεργασμένος
2 επεξεργασμένος βιαστικά ή χοντρικά
3 σχηματισμένος με λίγες πινελιές
4 λαξευμένος χοντρικά
5 χοντρικά σχηματισμένος
6 αδρά επεξεργασμένος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtsato]
1 λίγο επεξεργασμένος
2 επεξεργασμένος βιαστικά ή χοντρικά
3 σχηματισμένος με λίγες πινελιές
4 λαξευμένος χοντρικά
5 χοντρικά σχηματισμένος
6 αδρά επεξεργασμένος
permalink
sbozzato (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android