Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbozzàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zbotˈtsato] 1 λίγο επεξεργασμένος 2 επεξεργασμένος βιαστικά ή χοντρικά 3 σχηματισμένος με λίγες πινελιές 4 λαξευμένος χοντρικά 5 χοντρικά σχηματισμένος 6 αδρά επεξεργασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |