Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbozzolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbottsoˈlare]

βγαίνω από το κουκούλι

sbozzolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbottsoˈlare]

βγάζω από το κουκούλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbozzo sbozzolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbozzatura (θηλ.ουσ)
sbozzimare (ρ. μτβ.)
sbozzimatrice (θηλ.ουσ)
sbozzino (ουσ αρσ )
sbozzo (ουσ αρσ )
sbozzolare (ρ.αμτβ.)
sbozzolare (ρ. μτβ.)
sbozzolatura (θηλ.ουσ)
sbracalato (επίθ.)
sbracare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbracato (επίθ.)
sbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbracciato (επίθ.)
sbraccio (ουσ αρσ )
sbraciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraciata (θηλ.ουσ)
sbraciatoio (ουσ αρσ )
sbraitamento (ουσ αρσ )
sbraitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraitone (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---