Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbraitaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbrajtaˈmento] 1 κραυγή 2 σκλήρισμα 3 οιμωγή 4 σκληριά 5 γόος 6 σκούξιμο 7 στριγκλιά 8 ξεφωνητό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |