Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbramatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbramaˈtura]

αποφλοίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbramare sbramino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbraciatoio (ουσ αρσ )
sbraitamento (ουσ αρσ )
sbraitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbraitone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbramare (ρ. μτβ.)
sbramatura (θηλ.ουσ)
sbramino (ουσ αρσ )
sbranamento (ουσ αρσ )
sbranare (ρ. μτβ.)
sbrancare (ρ. μτβ.)
sbrandellare (ρ. μτβ.)
sbrano (ουσ αρσ )
sbrattare (ρ. μτβ.)
sbrattata (θηλ.ουσ)
sbreccare (ρ. μτβ.)
sbrecciare (ρ. μτβ.)
sbrendolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbrendolo (ουσ αρσ )
sbrendolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbriciolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---