Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrèndolo, sbréndolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzbrɛndolo], [ˈzbrendolo] 1 ράκος 2 κουρέλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |