Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrigliàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbriʎˈʎata]

1 επίκριση
2 ρομπατσίνα
3 μομφή
4 μπουγιουρντί
5 αναβαλλόμενος
6 εξάψαλμος
7 σκολιανά
8 επιτίμηση
9 επίπληξη
10 μάλωμα
11 μερεμέτι
12 ονειδισμός
13 κατσάδιασμα
14 κατσάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrigliarsi sbrigliatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrigatività (θηλ.ουσ)
sbrigativo (επίθ.)
sbrigliamento (ουσ αρσ )
sbrigliare (ρ. μτβ.)
sbrigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrigliata (θηλ.ουσ)
sbrigliatezza (θηλ.ουσ)
sbrigliato (επίθ.)
sbrinamento (ουσ αρσ )
sbrinare (ρ. μτβ.)
sbrinatore (ουσ αρσ )
sbrindellare (ρ.αμτβ.)
sbrindellare (ρ. μτβ.)
sbrindellato (επίθ.)
sbrindello (ουσ αρσ )
sbrindellone (ουσ αρσ )
sbrinz (ουσ αρσ )
sbrodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---