Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrigliatézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zbriʎʎaˈtettsa] 1 αποθράσυνση 2 εκτραχηλισμός 3 αποχαλίνωση 4 ξεκαπίστρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |