Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbrindellàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbrindelˈlato] 1 κουρελιάρικος 2 κουρελιασμένος 3 κατακουρελιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |