Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbrogliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbroʎˈʎare]

1 λύνω
2 ξεκαθαρίζω
3 ξεμπερδεύω
4 ξεμπλέκω
5 τακτοποιώ
6 αποσαφηνίζω
7 διαλευκαίνω
8 ξεσκαλώνω

sbrogliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbroʎˈʎarsi]

1 ελευθερώνομαι
2 ξεφορτώνομαι
3 απαλλάσσομαι
4 ξεμπλέκω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbrodolone sbronza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbrodolamento (ουσ αρσ )
sbrodolare (ρ. μτβ.)
sbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbrodolato (επίθ.)
sbrodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
sbrogliare (ρ. μτβ.)
sbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbronza (θηλ.ουσ)
sbronzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbronzo (επίθ.)
sbruffare (ρ. μτβ.)
sbruffata (θηλ.ουσ)
sbruffo (ουσ αρσ )
sbruffonata (θηλ.ουσ)
sbruffone (ουσ αρσ )
sbucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbucciafatiche (ουσ αρσ )
sbucciamento (ουσ αρσ )
sbucciapatate (ουσ αρσ )
sbucciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---