sbruffonàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zbruffoˈnata]
1 ξιπασιά
2 μεγαλαυχία
3 μεγαληγορία
4 καυχησιά
5 καύχηση
6 μεγαλοστομία
7 κομπασμός
8 καύχος
9 μεγαλορρημοσύνη
10 καυχησιολογία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zbruffoˈnata]
1 ξιπασιά
2 μεγαλαυχία
3 μεγαληγορία
4 καυχησιά
5 καύχηση
6 μεγαλοστομία
7 κομπασμός
8 καύχος
9 μεγαλορρημοσύνη
10 καυχησιολογία
permalink
sbruffonata (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android