Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbuffànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbufˈfante] 1 που ξεφουσκώνει 2 που λαχανιάζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |