Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbuffànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbufˈfante]

1 που ξεφουσκώνει
2 που λαχανιάζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbudellarsi sbuffare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbucciatore (ουσ αρσ )
sbucciatura (θηλ.ουσ)
sbudellamento (ουσ αρσ )
sbudellare (ρ. μτβ.)
sbudellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbuffante (επίθ.)
sbuffare (ρ.αμτβ.)
sbuffata (θηλ.ουσ)
sbuffo (ουσ αρσ )
sbugiardare (ρ. μτβ.)
sbullettare (ρ.αμτβ.)
sbullettare (ρ. μτβ.)
sbullonamento (ουσ αρσ )
sbullonare (ρ. μτβ.)
sburocratizzare (ρ. μτβ.)
sburrare (ρ. μτβ.)
sburrato (επίθ.)
sbuzzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scabbia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---