Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbuzzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbudˈdzare]

1 ξεκοιλιάζω
2 μαχαιρώνω
3 ξεντερίζω

sbuzzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbudˈdzarsi]

ανοίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sburrato scabbia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbullonamento (ουσ αρσ )
sbullonare (ρ. μτβ.)
sburocratizzare (ρ. μτβ.)
sburrare (ρ. μτβ.)
sburrato (επίθ.)
sbuzzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scabbia (θηλ.ουσ)
scabbiosa (θηλ.ουσ)
scabbioso (αρσ. επίθ και ουσ)
scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)
scabroso (επίθ.)
scaccato (αρσ. επίθ και ουσ)
scacchi (ουσ αρσ πληθ.)
scacchiare (ρ. μτβ.)
scacchiatura (θηλ.ουσ)
scacchiera (θηλ.ουσ)
scacchiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---