Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàbro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈskabro]

1 ακατέργαστος
2 ανώμαλος
3 άξεστος
4 ακανόνιστος (σε επιφάνεια)
5 τραχύς
6 τραχύς στην αφή
7 ανώμαλος στην επιφάνεια
8 σκαιός
9 σκληρός
10 δριμύς
11 δύσβατος
12 απότομος
13 βάναυσος
14 δύσκολος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scabrezza scabrosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbuzzarsi (ρ.μ. (αντων.))
scabbia (θηλ.ουσ)
scabbiosa (θηλ.ουσ)
scabbioso (αρσ. επίθ και ουσ)
scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)
scabroso (επίθ.)
scaccato (αρσ. επίθ και ουσ)
scacchi (ουσ αρσ πληθ.)
scacchiare (ρ. μτβ.)
scacchiatura (θηλ.ουσ)
scacchiera (θηλ.ουσ)
scacchiere (ουσ αρσ )
scacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
scacchistico (επίθ.)
scaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciacani (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciamosche (ουσ αρσ )
scacciapensieri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---