Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scabróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skaˈbroso], [skaˈbrozo]

1 κουραστικός
2 χαλεπός
3 ακατέργαστος
4 ανώμαλος
5 απότομος
6 βάναυσος
7 αροκάνιστος
8 τραχύς
9 κερατένιος
10 ακατανόητος
11 ακανθώδης
12 απροσπέλαστος
13 κακοτράχαλος
14 δυσεπίλυτος
15 στρυφνός
16 σκληρός
17 ωμός
18 δύσκολος
19 σκαιός
20 δύστροπος
21 ιδιότροπος
22 ζόρικος
23 επικίνδυνος
24 βάρβαρος
25 δυσχερής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scabrosità scaccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scabbiosa (θηλ.ουσ)
scabbioso (αρσ. επίθ και ουσ)
scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)
scabroso (επίθ.)
scaccato (αρσ. επίθ και ουσ)
scacchi (ουσ αρσ πληθ.)
scacchiare (ρ. μτβ.)
scacchiatura (θηλ.ουσ)
scacchiera (θηλ.ουσ)
scacchiere (ουσ αρσ )
scacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
scacchistico (επίθ.)
scaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciacani (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciamosche (ουσ αρσ )
scacciapensieri (ουσ αρσ )
scacciare (ρ. μτβ.)
scacciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---