Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scàcchi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈskakki]

(gioco) το σκάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaccato scacchiare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scacchi = καρό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scabrezza (θηλ.ουσ)
scabro (επίθ.)
scabrosità (θηλ.ουσ)
scabroso (επίθ.)
scaccato (αρσ. επίθ και ουσ)
scacchi (ουσ αρσ πληθ.)
scacchiare (ρ. μτβ.)
scacchiatura (θηλ.ουσ)
scacchiera (θηλ.ουσ)
scacchiere (ουσ αρσ )
scacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
scacchistico (επίθ.)
scaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciacani (ουσ αρσ και θηλ.)
scacciamosche (ουσ αρσ )
scacciapensieri (ουσ αρσ )
scacciare (ρ. μτβ.)
scacciata (θηλ.ουσ)
scaccino (ουσ αρσ )
scacco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---