Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscaccìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skatˈʧino] 1 εκκλησάρης 2 επίτροπος 3 νεωκόρος 4 κωδωνοκρούστης 5 καντηλανάφτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |