Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscafàndro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skaˈfandro] 1 στολή αεροπόρου πολεμικής αεροπορίας 2 στολή κοσμοναύτη 3 καταδυτική στολή 4 σκάφανδρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |