Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scadiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skadiˈmento]

1 εξασθένηση
2 ελάττωση
3 σάπισμα
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 αποσάθρωση
7 αποσύνθεση
8 αλλοίωση
9 σήψη
10 παρακμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scadere scaduto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scadente (επίθ.)
scadenza (θηλ.ουσ)
scadenzare (ρ. μτβ.)
scadenzario (ουσ αρσ )
scadere (ρ.αμτβ.)
scadimento (ουσ αρσ )
scaduto (επίθ.)
scafandro (ουσ αρσ )
scaffalare (ρ. μτβ.)
scaffalata (θηλ.ουσ)
scaffalatura (θηλ.ουσ)
scaffale (ουσ αρσ )
scafista (ουσ αρσ και θηλ.)
scafo (ουσ αρσ )
scafocefalia (θηλ.ουσ)
scafocefalico (επίθ.)
scafocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
scafoide (ουσ αρσ )
scafoide (επίθ.)
scagionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---