Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scafòide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaˈfɔjde]

σκαφοειδές οστό

scafòide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skaˈfɔjde]

σκαφοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scafocefalo scagionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scafista (ουσ αρσ και θηλ.)
scafo (ουσ αρσ )
scafocefalia (θηλ.ουσ)
scafocefalico (επίθ.)
scafocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
scafoide (ουσ αρσ )
scafoide (επίθ.)
scagionare (ρ. μτβ.)
scagionarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaglia (θηλ.ουσ)
scagliare (ρ. μτβ.)
scagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
scagliola (θηλ.ουσ)
scaglionamento (ουσ αρσ )
scaglionare (ρ. μτβ.)
scaglioso (επίθ.)
scagnozzo (ουσ αρσ )
scala (θηλ.ουσ)
scalandrone (ουσ αρσ )
scalare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---