Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎare]

εκσφενδονίζω

scagliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skaʎˈʎarsi]

1 θρυμματίζομαι
2 ξαμώνω
3 πέφτω με βία
4 πέφτω
5 μου πέφτουν οι φολίδες
6 έχω σκλήθρες ή σχίζες
7 ξεχύνομαι
8 χιμώ
9 κινούμαι βιαστικά
10 εφορμώ
11 ορμώ
12 ξαμολιέμαι
13 επιτρέχω
14 αμολιέμαι
15 ρίχνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaglia scagliola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scafoide (ουσ αρσ )
scafoide (επίθ.)
scagionare (ρ. μτβ.)
scagionarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaglia (θηλ.ουσ)
scagliare (ρ. μτβ.)
scagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
scagliola (θηλ.ουσ)
scaglionamento (ουσ αρσ )
scaglionare (ρ. μτβ.)
scaglioso (επίθ.)
scagnozzo (ουσ αρσ )
scala (θηλ.ουσ)
scalandrone (ουσ αρσ )
scalare (επίθ.)
scalare (ρ. μτβ.)
scalariforme (επίθ.)
scalata (θηλ.ουσ)
scalato (επίθ.)
scalatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---