Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scagnòzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skaɲˈɲɔttso]

1 αλμπάνης
2 αδέξιος τεχνίτης
3 της προσκολλήσεως
4 σκιτζής
5 τσάτσος
6 παράσιτο
7 σελέμης
8 τσιράκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaglioso scala  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
scagliola (θηλ.ουσ)
scaglionamento (ουσ αρσ )
scaglionare (ρ. μτβ.)
scaglioso (επίθ.)
scagnozzo (ουσ αρσ )
scala (θηλ.ουσ)
scalandrone (ουσ αρσ )
scalare (επίθ.)
scalare (ρ. μτβ.)
scalariforme (επίθ.)
scalata (θηλ.ουσ)
scalato (επίθ.)
scalatore (ουσ αρσ )
scalcagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalcagnato (επίθ.)
scalcare (ρ. μτβ.)
scalciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scalciata (θηλ.ουσ)
scalcinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---