Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscalàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skaˈlato] 1 κλιμακωτός 2 φέρων διαβαθμίσεις 3 διαβαθμισμένος 4 παραταγμένος σε βαθμίδες 5 αναπτυσσόμενος κλιμακωτά 6 κλιμακοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |