Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaldabàgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,skaldaˈbaɲɲo]

ο θερμοσίφωνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaldaacqua scaldacqua  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scaldabagno [αρσ.] = ο θερμοσίφωνας μπάνιου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scalcinare (ρ. μτβ.)
scalcinato (επίθ.)
scalcinatura (θηλ.ουσ)
scalco (ουσ αρσ )
scaldaacqua (ουσ αρσ )
scaldabagno (ουσ αρσ )
scaldacqua (ουσ αρσ )
scaldaletto (ουσ αρσ )
scaldamani (ουσ αρσ )
scaldamano (ουσ αρσ )
scaldamento (ουσ αρσ )
scaldapanche (ουσ αρσ και θηλ.)
scaldapiatti (ουσ αρσ )
scaldapiedi (ουσ αρσ )
scaldare (ρ.αμτβ.)
scaldare (ρ. μτβ.)
scaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaldata (θηλ.ουσ)
scaldavivande (ουσ αρσ )
scaldino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---