Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scaldapiàtti  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,skaldaˈpjatti]

1 θέρμανση ελάσματος
2 θέρμανση ανόδου
3 θέρμανση με στοιχεία από ελάσματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scaldapanche scaldapiedi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scaldaletto (ουσ αρσ )
scaldamani (ουσ αρσ )
scaldamano (ουσ αρσ )
scaldamento (ουσ αρσ )
scaldapanche (ουσ αρσ και θηλ.)
scaldapiatti (ουσ αρσ )
scaldapiedi (ουσ αρσ )
scaldare (ρ.αμτβ.)
scaldare (ρ. μτβ.)
scaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
scaldata (θηλ.ουσ)
scaldavivande (ουσ αρσ )
scaldino (ουσ αρσ )
scalea (θηλ.ουσ)
scaleno (αρσ. επίθ και ουσ)
scalenoedro (ουσ αρσ )
scaleo (ουσ αρσ )
scaletta (θηλ.ουσ)
scalettare (ρ. μτβ.)
scalettato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---